-
1 διάδοχος
[диадохос] ουσ. а. наследник, преемник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάδοχος
-
2 наследник
-
3 владетельный
επ.παλ. διάδοχος•владетельный князь διάδοχος πρίγκηπας.
-
4 наследник
-а α.-ца, -ы θ.1. κληρονόμος•законный наследник νόμιμος κληρονόμος.
|| παιδί, γιος.2. διάδοχος• συνεχιστνς•наследник престола διάδοχος του θρόνου.
-
5 наследный
επ.1. διάδοχος, κληρονόμος•принц διάδοχος πρίγκιπας.
2. παλ. κληρονομικός. -
6 преемник
-а α., -ца, -ы θ.1. κληρονόμος. || συνεχιστής.2. διάδοχος•быть -ом είμαι διάδοχος, διαδέχομαι.,
-
7 наследие
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наследие
-
8 наследный
наслед||ныйприл:\наследныйный принц ὁ πρίγκηψ διάδοχος. -
9 преемник
преем||никм ὁ διάδοχος / ὁ κληρονόμος (наследник):быть чьйм-л, \преемникником διαδέχομαι, διαδέχομαι κάποιον. -
10 престол
-а α.1. θρόνος•войти (вступить) на престол ανεβαίνω στο θρόνο•
сидеть на -θ κάθομαι• στο θρόνο (βασιλεύω)•
возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο•
свергнуть с -а εκθρονίζω•
отречься (отказать(ся) от -а παραιτούμαι, από το θρόνο•
наследник -а διάδοχος του θρόνου.
2. η Αγία Τράπεζα. -
11 престолонаследник
-а α.διάδοχος του θρόνου. -
12 цесаревич
-а α.ο διάδοχος του τσαρικού θρόνου.
См. также в других словарях:
διάδοχος — succeeding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και … Dictionary of Greek
ДИАДОХ — • Διάδοχος, преемник, в частности у позднейших историков название преемников Александра на престол отдельных государств, на которые разложилась македонская монархия; кроме того, так назывался и неоплатоник Прокл (412 г. от Р. X.), как … Реальный словарь классических древностей
διαδόχοις — διάδοχος succeeding masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδόχου — διάδοχος succeeding masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδόχους — διάδοχος succeeding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδόχων — διάδοχος succeeding masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδόχῳ — διάδοχος succeeding masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδοχε — διάδοχος succeeding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδοχοι — διάδοχος succeeding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδοχον — διάδοχος succeeding masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)